• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αποδένδρωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποδένδρωση οι αποδενδρώσεις
      γενική της αποδένδρωσης* των αποδενδρώσεων
    αιτιατική την αποδένδρωση τις αποδενδρώσεις
     κλητική αποδένδρωση αποδενδρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδενδρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποδένδρωση < απο- + δένδρο + -ωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποδένδρωση θηλυκό

  • αποψίλωση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

    αποδένδρωση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αποδένδρωση&oldid=5455761"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 04:17

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 04:17.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας