αποψιλωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αποψιλωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση ή αναφέρεται στην αποψίλωση των περιοχών από δάση
- σχετικός με την αποψίλωση με την έννοια της αποτρίχωσης
Μεταφράσεις επεξεργασία
από δέντρα