• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

απερήμωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απερήμωση οι απερημώσεις
      γενική της απερήμωσης* των απερημώσεων
    αιτιατική την απερήμωση τις απερημώσεις
     κλητική απερήμωση απερημώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απερημώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

απερήμωση < απο- + ερήμωση

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

απερήμωση θηλυκό

  • (λόγιο) (σπάνιο) (νεολογισμός) η ερημοποίηση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    απερήμωση
  • → δείτε τη λέξη ερημοποίηση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=απερήμωση&oldid=5231424"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Σεπτεμβρίου 2021, στις 09:01
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Σεπτεμβρίου 2021, στις 09:01.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie