τσάπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσάπα | οι | τσάπες |
γενική | της | τσάπας | των | τσαπών |
αιτιατική | την | τσάπα | τις | τσάπες |
κλητική | τσάπα | τσάπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσάπα < μεσαιωνική ελληνική τσάπα < ιταλική zappa < υστερολατινική sappa (τσάπα) < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατσάπα θηλυκό
- εργαλείο για σκάψιμο που έχει ξύλινη λαβή και κάθετα σ’ αυτήν ένα πλατύ και ελαφρά κυρτό μεταλλικό κοφτερό εξάρτημα
- Ἔχω τὴ δικιά μου φιλοδοξία: ν' ἀποχτήσω δικό μου κασμά, δικιά μου τσάπα, δικό μου κλαδευτήρι. (Κοσμάς Πολίτης, Στοῦ Χατζηφράγκου, Αθήνα 1963)
- ≈ συνώνυμα: σκαπάνη
- εξάρτημα αυτοκινούμενου χωματουργικού μηχανήματος που χρησιμοποιείται για εκσκαφές
- (κατ’ επέκταση) (λαϊκότροπο) εκσκαφέας, αυτοκινούμενο μηχάνημα που φέρει το εξάρτημα
- Τέσσερα JCB, μια τσάπα, μία σφύρα και το πυροσβεστικό όχημα του Δήμου […] είχαν προταθεί έξω από το Παλιό Τελωνείο Χανίων, περιμένοντας το σύνθημα για να ξεκινήσει η επιχείρηση κατεδάφισης. (flashnews.gr, 20 Απρ. 2011)
- ≈ συνώνυμα: ανάστροφο πτύο, εκσκαφέας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χειρωνακτικό εργαλείο