Ετυμολογία

επεξεργασία
τσαπίζω < μεσαιωνική ελληνική τσαπίζω < τσάπα + -ίζω

τσαπίζω (παθητική φωνή: τσαπίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία