Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʔu/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
houe houes

houe (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία