Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσάπισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τσάπισμα
τα
τσαπίσμα
τ
α
γενική
του
τσαπίσμα
τ
ος
των
τσαπισμά
τ
ων
αιτιατική
το
τσάπισμα
τα
τσαπίσμα
τ
α
κλητική
τσάπισμα
τσαπίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσάπισμα
<
τσαπίζω
+
-μα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈt͡sa.pi.zma
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσάπισμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
τσαπίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσάπισμα
αγγλικά
:
hoeing
(en)
γαλλικά
:
labourage
(fr)