Δείτε επίσης: βόωψ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

Ετυμολογία επεξεργασία

Βόωψ < λόγιο ενδογενές δάνειο: (καθαρεύουσα) < νεολατινική Boops < αρχαία ελληνική βόωψ

Κύριο όνομα επεξεργασία

Βόωψ αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο βόωψ)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία