βόωψ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βόωψ (καθαρεύουσα) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βόωψ
Ουσιαστικό επεξεργασία
βόωψ αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο βόωψ)
- (καθαρεύουσα) κυριολεκτικά: που έχει μεγάλα μάτια: σε χρήση για το ταξινομικό γένος Βόωψ βόωψ, για το ψάρι του γένους Βόωψ, τη γόπα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βόωψ | οἱ | βόωπες | ||||
γενική | τοῦ | βόωπος | τῶν | βοώπων | ||||
δοτική | τῷ | βόωπῐ | τοῖς | βόωψῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | βόωπᾰ | τοὺς | βόωπᾰς | ||||
κλητική ὦ! | βόωψ | βόωπες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βόωπε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βοώποιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βόωψ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (βοῦς) βο- + -ωψ (ὤψ κυριολεκτικά: «που έχει μάτια σαν του βοδιού», δηλαδή μεγάλα μάτια)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βόωψ, -ωπος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (ψάρι) είδος μικρού ψαριού με μεγάλα μάτια
- ※ 2/3ος↓ αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, Σύνοψις, Z Athenaeus, Volume 2
- «Ἀριστοφάνης δ᾽ ὁ Βυζάντιος κακῶς φησιν ἡμᾶς λέγειν τὸν ἰχθὺν βῶκα δέον βόωπα, ἐπεὶ μικρὸς ὑπάρχων μεγάλους ὦπας ἔχει: εἴη ἂν οὖν ὁ βόωψ βοὸς ὀφθαλμοὺς ἔχων»
- κακώς ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος αναφέρει το ψάρι ως βώκα, ενώ έπρεπε να το λέει βόωπα, γιατί αν και μικρό έχει μεγάλα μάτια, δηλαδή βόωψ, αυτός που έχει μάτια σαν του βοδιού
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- βοῶπις (θηλυκό)
Πηγές επεξεργασία
- βόωψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.