κλανιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλανιά | οι | κλανιές |
γενική | της | κλανιάς | των | κλανιών |
αιτιατική | την | κλανιά | τις | κλανιές |
κλητική | κλανιά | κλανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλανιά < κλάνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλανιά θηλυκό
- η πορδή
Εκφράσεις επεξεργασία
- μαγκιά, κλανιά (κι εξάτμιση) και κώλο φιλιστρίνι! : ειρωνεία για τους καυχησιάρηδες, τους ψευτο-μάγκες, και, ιδιαίτερα, τους δήθεν ερωτύλους [1]
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλανιά
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Βλ. Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 16.