Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάιδεμα τα χαϊδέματα
      γενική του χαϊδέματος των χαϊδεμάτων
    αιτιατική το χάιδεμα τα χαϊδέματα
     κλητική χάιδεμα χαϊδέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάιδεμα < χαϊδεύ(ω) + -μα με αποβολή του [v] πριν από [m].[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxai̯.ðe.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός:‐χάι‐δε‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χάιδεμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του χαϊδεύω
  2. η ενέργεια του χαϊδεύομαι

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χαϊδεύω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία