Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xai̯ˈðe.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαϊ‐δεύ‐ο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

χαϊδεύομαι , π.αόρ.: χαϊδεύτηκα, μτχ.π.π.: χαϊδεμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία