χαϊδεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xai̯ˈðe.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαϊ‐δεύ‐ο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαχαϊδεύομαι , π.αόρ.: χαϊδεύτηκα, μτχ.π.π.: χαϊδεμένος
- παθητική φωνή του ρήματος χαϊδεύω → δείτε και την κλίση
- παθητικές σημασίες του χαϊδεύω: χαϊδεύω τον εαυτό μου ή με χαϊδεύει κάποιος άλλος
- (μεταφορικά) επιζητώ χάδια ή ερωτικό ενδιαφέρον
- ⮡ όλο μου έκανε νάζια και χαϊδευόταν σα γατούλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζητάω χάδια
|