ψαύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψαύω < αρχαία ελληνική ψαύω
Ρήμα
επεξεργασίαψαύω
- αγγίζω ελαφρά ή οριακά
- ψηλαφίζω
- ο ένας μελέτησε την αρχαία τέχνη από σχετική απόσταση και ο άλλος την προσέγγισε όσο πιο σωματικά του ήταν δυνατό εκείνη την εποχή, ψαύοντας –ως αδιάψευστος και αυτόπτης μάρτυρας– τα μάρμαρα στο Βατικανό και στη Ρώμη. (Χρήστος Αστερίου, Περί αυτοψίας, Βιβλίο, ένθετο στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 11 Μαΐου 2014)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψαύω < θέμα ψαυ- που προκύπτει από το το ψαϝ
Ρήμα
επεξεργασίαψαύω
Συγγενικά
επεξεργασία
Αρχικοί Χρόνοι | Ενεργητική Φωνή | Μέση-Παθητική Φωνή |
---|---|---|
Ενεστώτας | ψαύω | ψαύομαι |
Παρατατικός | ἔψαυον | |
Μέλλοντας | ψαύσω | |
Αόριστος | ἔψαυσα | ἐψαύσθην |
Παρακείμενος | ἔψαυκα | ἔψαυσμαι |
Παρατηρήσεις | σε παρένθεση οι μεταγενέστεροι τύποι και όσοι απαντούν σύνθετοι |