thrust
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
thrust | thrusts |
thrust (en)
- σπρώξιμο, ώθηση
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | thrust |
γ΄ ενικό ενεστώτα | thrusts |
αόριστος | thrust, thrusted |
παθητική μετοχή | thrust, thrusted |
ενεργητική μετοχή | thrusting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
thrust (en)