virgule
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- virgule < λατινική virgula, γραμμούλα, μπαστουνάκι
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
virgule | virgules |
virgule (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
virgule | virgules |
virgule (fr) θηλυκό