Ετυμολογία

επεξεργασία
virgule < λατινική virgula, γραμμούλα, μπαστουνάκι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /viʁ.ɡyl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
virgule virgules

virgule (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία