ενεστώτας feel up
γ΄ ενικό ενεστώτα feels up
αόριστος felt up
παθητική μετοχή felt up
ενεργητική μετοχή feeling up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
feel up < → δείτε τις λέξεις feel και up

feel up (en)

  • (ανεπίσημο) χουφτώνω, πασπατεύω, αγγίζω κάποιον σεξουαλικά, ειδικά όταν δεν με θέλει
    He kept feeling me up on the train until I had to get off before my stop.
    Με χούφτωνε συνέχεια στο μετρό μέχρι που αναγκάστηκα να κατέβω πριν από τη στάση μου.
    He started to feel me up in the crowd.
    Άρχισε να με πασπατεύει μες στον συνωστισμό.
     συνώνυμα: grope, → και δείτε τη λέξη fondle