feel
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | feel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | feels |
αόριστος | felt |
παθητική μετοχή | felt |
ενεργητική μετοχή | feeling |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαfeel (en)
- νιώθω, αισθάνομαι, έχω ένα αίσθημα ή συναίσθημα
- ⮡ How are you feeling?
- Πώς νιώθεις;
- ⮡ I am feeling/I feel sick/good/bad.
- Νιώθω άρρωστος/καλά/άσχημα.
- ⮡ I feel young/old/free.
- Νιώθω νέος/γέρος/ελεύθερος.
- ⮡ Have you ever felt so calm?
- Έχεις νιώσει ποτέ τόση ηρεμία;
- ⮡ I have never felt better in my whole life.
- Δεν έχω νιώσει ποτέ καλύτερα σε όλη μου τη ζωή.
- ⮡ I felt that I was not welcome.
- Ένιωσα ότι δεν ήμουν ευπρόσδεκτος.
- ⮡ I am feeling joy/sadness/fear.
- Αισθάνομαι χαρά/λύπη/φόβο.
- ⮡ He feels happy/sad/guilty.
- Αισθάνεται χαρούμενος/λυπημένος/ένοχος.
- ⮡ I felt shocked at the sight of his blood.
- Αισθάνθηκα σοκαρισμένος στη θέα του αίματος.
- ⮡ How are you feeling?
- (μεταβατικό) νιώθω, αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι κάτι επειδή με αγγίζει ή έχει σωματική επίδραση πάνω μου
- ⮡ I feel a pain in my stomach.
- Νιώθω έναν πόνο στο στομάχι.
- ⮡ I felt hunger/the cold.
- Ένιωσα την πείνα/το κρύο.
- ⮡ She felt something next to her leg.
- Αισθάνθηκε κάτι δίπλα στο πόδι της.
- ⮡ I can’t feel my arms/leg.
- Δεν αισθάνομαι τα χέρια/το πόδι μου.
- ⮡ I feel a pain in my stomach.
- (μεταβατικό) νιώθω, αισθάνομαι, συναισθάνομαι, διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι κάτι παρόλο που δεν μπορώ να το δω, να το ακούσω κτλ.
- ⮡ I feel the weight of my responsibilities.
- Νιώθω τις ευθύνες μου.
- ⮡ He felt the danger and took action.
- Αισθάνθηκε τον κίνδυνο και πήρε τα μέτρα του.
- ⮡ I feel the magnitude of the responsibilities I have been shouldered with.
- Συναισθάνομαι το μέγεθος των ευθυνών που έχω επωμιστεί.
- ⮡ He felt the danger.
- Διαισθάνθηκε τον κίνδυνο.
- ⮡ I feel the threat of war.
- Προαισθάνομαι την απειλή του πολέμου.
- ⮡ We all felt the tension from waiting.
- Ήμασταν όλοι σε ένταση από την αναμονή.
- ≈ συνώνυμα: sense
- ⮡ I feel the weight of my responsibilities.
- φαίνομαι, είμαι, νιώθω κάτι που μου δίνει μια ιδιαίτερη αίσθηση ή εντύπωση
- ⮡ The journey felt long.
- Το ταξίδι φάνηκε μακρύ.
- ⮡ How does this idea feel to you?
- Πώς σου φαίνεται η ιδέα;
- ⮡ The plan feels ridiculous to me.
- Το σχέδιο μου φαίνεται γελοίο.
- ⮡ It feels like it’s going to rain.
- Φαίνεται ότι θα βρέξει.
- ⮡ It feels ok.
- Φαίνεται εντάξει.
- ⮡ It feels as though I made a mistake.
- Φαίνεται ότι έκανα λάθος.
- ⮡ He felt like an honest man to me.
- Μου φάνηκε τίμιος άνθρωπος.
- ⮡ It feels as if you are making fun of me.
- Μου φαίνεται πως με κοροϊδεύεις.
- ⮡ My stomach feels bad today.
- Το στομάχι μου είναι άσχημα σήμερα.
- ⮡ The fireplace had gone out but the room still felt warm.
- Το τζάκι είχε σβήσει, το δωμάτιο όμως ήταν ακόμα ζεστό.
- ⮡ The flight felt very smooth.
- Η πτήση ήταν πολύ ομαλή.
- ⮡ The journey felt long.
- είμαι, νιώθω, έχει μια ιδιαίτερη φυσική ιδιότητα που την αντιλαμβάνομαι με την επαφή
- ⮡ Your hands feel cold.
- Τα χέρια σου είναι παγωμένα.
- ⮡ My clothes still feel wet.
- Τα ρούχα μου είναι ακόμα βρεγμένα.
- ⮡ This blanket feels comfortable. (=I feel comfortable with this blanket).
- Νιώθω άνετα με αυτή την κουβέρτα.
- ⮡ The floor felt wet.
- Ένιωσα ότι το πάτωμα ήταν υγρό.
- ⮡ Your hands feel cold.
- (μεταβατικό) ψηλαφώ, αγγίζω κάτι για να μάθω πώς είναι
- ⮡ The doctor felt the patient’s swollen neck.
- Ο γιατρός ψηλάφισε τον πρησμένο λαιμό του αρρώστου.
- ⮡ Blind people frequently recognize objects by feeling them.
- Οι τυφλοί συχνά αναγνωρίζουν τα αντικείμενα αγγίζοντας τα.
- ⮡ The doctor felt the patient’s swollen neck.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) νιώθω, αισθάνομαι, πιστεύω, νομίζω, θεωρώ ότι κάτι συμβαίνει· έχω συγκεκριμένη γνώμη ή στάση
- ⮡ I feel obligated to go.
- Νιώθω υποχρεωμένος να πάω.
- ⮡ I feel like you’re making fun of me/you dislike me.
- Αισθάνομαι ότι με κοροϊδεύεις/με αντιπαθείς.
- ⮡ I feel like you’re right.
- Πιστεύω ότι έχεις δίκιο.
- ⮡ Do you feel he’s capable of doing it?
- Τον νομίζεις ικανό να το κάνει;
- ⮡ I felt it was right to let you know.
- Το θεώρησα σωστό να σε ειδοποιήσω.
- ⮡ I felt it had been a mistake.
- Είχα τη γνώμη ότι ήταν λάθος.
- ⮡ I feel obligated to go.
- (μεταβατικό) νιώθω, αισθάνομαι, δέχομαι, υφίσταμαι, ζω τα αποτελέσματα από κάτι, συχνά έντονα
- ⮡ She felt the insult deeply.
- Ένιωσε βαθιά την προσβολή.
- ⮡ Don’t you feel the beauty of this landscape?
- Δεν νιώθεις την ομορφιά αυτού του τοπίου;
- ⮡ I want to feel your love.
- Θέλω να αισθανθώ την αγάπη σου.
- ⮡ The government is feeling pressure.
- Η κυβέρνηση δέχεται πιέσεις.
- ⮡ You will feel the consequences of your actions.
- Θα υποστείς τις συνέπειες των πράξεών σου.
- ≈ συνώνυμα: experience
- ⮡ She felt the insult deeply.
- (αμετάβατο) ψηλαφώ, ψαχουλεύω, ψάχνω κάτι με τα χέρια, τα πόδια κτλ.
- ⮡ I’m feeling for the patient’s pulse.
- Ψηλαφώ το σφυγμό του αρρώστου.
- ⮡ He made his way down the dark corridor feeling around in the darkness.
- Προχώρησε στο σκοτεινό διάδρομο ψηλαφώντας μέσα στο σκοτάδι.
- ⮡ He felt in his pocket for a coin.
- Ψαχούλεψε στην τσέπη του για ένα νόμισμα./Έψαξε στην τσέπη του να βρει ένα νόμισμα.
- ⮡ He was feeling in the dark for the switch.
- Έψαχνε στο σκοτάδι να βρει το διακόπτη.
- ⮡ I’m feeling for the patient’s pulse.