ενεστώτας feel
γ΄ ενικό ενεστώτα feels
αόριστος felt
παθητική μετοχή felt
ενεργητική μετοχή feeling
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

feel (en)

  1. νιώθω, αισθάνομαι, έχω ένα αίσθημα ή συναίσθημα
    ⮡  How are you feeling?
    Πώς νιώθεις;
    ⮡  I am feeling/I feel sick/good/bad.
    Νιώθω άρρωστος/καλά/άσχημα.
    ⮡  I feel young/old/free.
    Νιώθω νέος/γέρος/ελεύθερος.
    ⮡  Have you ever felt so calm?
    Έχεις νιώσει ποτέ τόση ηρεμία;
    ⮡  I have never felt better in my whole life.
    Δεν έχω νιώσει ποτέ καλύτερα σε όλη μου τη ζωή.
    ⮡  I felt that I was not welcome.
    Ένιωσα ότι δεν ήμουν ευπρόσδεκτος.
    ⮡  I am feeling joy/sadness/fear.
    Αισθάνομαι χαρά/λύπη/φόβο.
    ⮡  He feels happy/sad/guilty.
    Αισθάνεται χαρούμενος/λυπημένος/ένοχος.
    ⮡  I felt shocked at the sight of his blood.
    Αισθάνθηκα σοκαρισμένος στη θέα του αίματος.
  2. (μεταβατικό) νιώθω, αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι κάτι επειδή με αγγίζει ή έχει σωματική επίδραση πάνω μου
    ⮡  I feel a pain in my stomach.
    Νιώθω έναν πόνο στο στομάχι.
    ⮡  I felt hunger/the cold.
    Ένιωσα την πείνα/το κρύο.
    ⮡  She felt something next to her leg.
    Αισθάνθηκε κάτι δίπλα στο πόδι της.
    ⮡  I can’t feel my arms/leg.
    Δεν αισθάνομαι τα χέρια/το πόδι μου.
  3. (μεταβατικό) νιώθω, αισθάνομαι, συναισθάνομαι, διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι κάτι παρόλο που δεν μπορώ να το δω, να το ακούσω κτλ.
    ⮡  I feel the weight of my responsibilities.
    Νιώθω τις ευθύνες μου.
    ⮡  He felt the danger and took action.
    Αισθάνθηκε τον κίνδυνο και πήρε τα μέτρα του.
    ⮡  I feel the magnitude of the responsibilities I have been shouldered with.
    Συναισθάνομαι το μέγεθος των ευθυνών που έχω επωμιστεί.
    ⮡  He felt the danger.
    Διαισθάνθηκε τον κίνδυνο.
    ⮡  I feel the threat of war.
    Προαισθάνομαι την απειλή του πολέμου.
    ⮡  We all felt the tension from waiting.
    Ήμασταν όλοι σε ένταση από την αναμονή.
     συνώνυμα: sense
  4. φαίνομαι, είμαι, νιώθω κάτι που μου δίνει μια ιδιαίτερη αίσθηση ή εντύπωση
    ⮡  The journey felt long.
    Το ταξίδι φάνηκε μακρύ.
    ⮡  How does this idea feel to you?
    Πώς σου φαίνεται η ιδέα;
    ⮡  The plan feels ridiculous to me.
    Το σχέδιο μου φαίνεται γελοίο.
    ⮡  It feels like it’s going to rain.
    Φαίνεται ότι θα βρέξει.
    ⮡  It feels ok.
    Φαίνεται εντάξει.
    ⮡  It feels as though I made a mistake.
    Φαίνεται ότι έκανα λάθος.
    ⮡  He felt like an honest man to me.
    Μου φάνηκε τίμιος άνθρωπος.
    ⮡  It feels as if you are making fun of me.
    Μου φαίνεται πως με κοροϊδεύεις.
    ⮡  My stomach feels bad today.
    Το στομάχι μου είναι άσχημα σήμερα.
    ⮡  The fireplace had gone out but the room still felt warm.
    Το τζάκι είχε σβήσει, το δωμάτιο όμως ήταν ακόμα ζεστό.
    ⮡  The flight felt very smooth.
    Η πτήση ήταν πολύ ομαλή.
  5. είμαι, νιώθω, έχει μια ιδιαίτερη φυσική ιδιότητα που την αντιλαμβάνομαι με την επαφή
    ⮡  Your hands feel cold.
    Τα χέρια σου είναι παγωμένα.
    ⮡  My clothes still feel wet.
    Τα ρούχα μου είναι ακόμα βρεγμένα.
    ⮡  This blanket feels comfortable. (=I feel comfortable with this blanket).
    Νιώθω άνετα με αυτή την κουβέρτα.
    ⮡  The floor felt wet.
    Ένιωσα ότι το πάτωμα ήταν υγρό.
  6. (μεταβατικό) ψηλαφώ, αγγίζω κάτι για να μάθω πώς είναι
    ⮡  The doctor felt the patient’s swollen neck.
    Ο γιατρός ψηλάφισε τον πρησμένο λαιμό του αρρώστου.
    ⮡  Blind people frequently recognize objects by feeling them.
    Οι τυφλοί συχνά αναγνωρίζουν τα αντικείμενα αγγίζοντας τα.
  7. (μεταβατικό και αμετάβατο) νιώθω, αισθάνομαι, πιστεύω, νομίζω, θεωρώ ότι κάτι συμβαίνει· έχω συγκεκριμένη γνώμη ή στάση
    ⮡  I feel obligated to go.
    Νιώθω υποχρεωμένος να πάω.
    ⮡  I feel like you’re making fun of me/you dislike me.
    Αισθάνομαι ότι με κοροϊδεύεις/με αντιπαθείς.
    ⮡  I feel like you’re right.
    Πιστεύω ότι έχεις δίκιο.
    ⮡  Do you feel he’s capable of doing it?
    Τον νομίζεις ικανό να το κάνει;
    ⮡  I felt it was right to let you know.
    Το θεώρησα σωστό να σε ειδοποιήσω.
    ⮡  I felt it had been a mistake.
    Είχα τη γνώμη ότι ήταν λάθος.
  8. (μεταβατικό) νιώθω, αισθάνομαι, δέχομαι, υφίσταμαι, ζω τα αποτελέσματα από κάτι, συχνά έντονα
    ⮡  She felt the insult deeply.
    Ένιωσε βαθιά την προσβολή.
    ⮡  Don’t you feel the beauty of this landscape?
    Δεν νιώθεις την ομορφιά αυτού του τοπίου;
    ⮡  I want to feel your love.
    Θέλω να αισθανθώ την αγάπη σου.
    ⮡  The government is feeling pressure.
    Η κυβέρνηση δέχεται πιέσεις.
    ⮡  You will feel the consequences of your actions.
    Θα υποστείς τις συνέπειες των πράξεών σου.
     συνώνυμα: experience
  9. (αμετάβατο) ψηλαφώ, ψαχουλεύω, ψάχνω κάτι με τα χέρια, τα πόδια κτλ.
    ⮡  I’m feeling for the patient’s pulse.
    Ψηλαφώ το σφυγμό του αρρώστου.
    ⮡  He made his way down the dark corridor feeling around in the darkness.
    Προχώρησε στο σκοτεινό διάδρομο ψηλαφώντας μέσα στο σκοτάδι.
    ⮡  He felt in his pocket for a coin.
    Ψαχούλεψε στην τσέπη του για ένα νόμισμα./Έψαξε στην τσέπη του να βρει ένα νόμισμα.
    ⮡  He was feeling in the dark for the switch.
    Έψαχνε στο σκοτάδι να βρει το διακόπτη.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία