διαισθάνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαισθάνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαισθάνομαι (διακρίνω καθαρά), με αλλαγή της σημσίας κατά το διαίσθηση [1] < (διά) δι- + αἰσθάνομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ewisd- < *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.eˈsθa.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αι‐σθά‐νο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαδιαισθάνομαι, π.αόρ.: διαισθάνθηκα (αποθετικό ρήμα)
- καταλαβαίνω κάτι διαισθητικά, με τη διαίσθηση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διά και αισθάνομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαισθάνομαι | διαισθανόμουν(α) | θα διαισθάνομαι | να διαισθάνομαι | διαισθανόμενος | |
β' ενικ. | διαισθάνεσαι | διαισθανόσουν(α) | θα διαισθάνεσαι | να διαισθάνεσαι | (διαισθάνου) | |
γ' ενικ. | διαισθάνεται | διαισθανόταν(ε) | θα διαισθάνεται | να διαισθάνεται | ||
α' πληθ. | διαισθανόμαστε | διαισθανόμαστε διαισθανόμασταν |
θα διαισθανόμαστε | να διαισθανόμαστε | ||
β' πληθ. | διαισθάνεστε | διαισθανόσαστε διαισθανόσασταν |
θα διαισθάνεστε | να διαισθάνεστε | (διαισθάνεστε) | |
γ' πληθ. | διαισθάνονται | διαισθάνονταν διαισθανόντουσαν |
θα διαισθάνονται | να διαισθάνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαισθάνθηκα | θα διαισθανθώ | να διαισθανθώ | διαισθανθεί | ||
β' ενικ. | διαισθάνθηκες | θα διαισθανθείς | να διαισθανθείς | διαισθάνσου | ||
γ' ενικ. | διαισθάνθηκε | θα διαισθανθεί | να διαισθανθεί | |||
α' πληθ. | διαισθανθήκαμε | θα διαισθανθούμε | να διαισθανθούμε | |||
β' πληθ. | διαισθανθήκατε | θα διαισθανθείτε | να διαισθανθείτε | διαισθανθείτε | ||
γ' πληθ. | διαισθάνθηκαν διαισθανθήκαν(ε) |
θα διαισθανθούν(ε) | να διαισθανθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαισθανθεί | είχα διαισθανθεί | θα έχω διαισθανθεί | να έχω διαισθανθεί | ||
β' ενικ. | έχεις διαισθανθεί | είχες διαισθανθεί | θα έχεις διαισθανθεί | να έχεις διαισθανθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαισθανθεί | είχε διαισθανθεί | θα έχει διαισθανθεί | να έχει διαισθανθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαισθανθεί | είχαμε διαισθανθεί | θα έχουμε διαισθανθεί | να έχουμε διαισθανθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαισθανθεί | είχατε διαισθανθεί | θα έχετε διαισθανθεί | να έχετε διαισθανθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαισθανθεί | είχαν διαισθανθεί | θα έχουν διαισθανθεί | να έχουν διαισθανθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ διαισθάνομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας