Ετυμολογία

επεξεργασία
διαισθάνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαισθάνομαι (διακρίνω καθαρά), με αλλαγή της σημσίας κατά το διαίσθηση [1] < (διά) δι- + αἰσθάνομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ewisd- < *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)
ΔΦΑ : /ði.eˈsθa.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαισθάνομαι

διαισθάνομαι, π.αόρ.: διαισθάνθηκα (αποθετικό ρήμα)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία