διαισθαντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαισθαντικός < διαισθάνομαι + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
διαισθαντικός, -ή, -ό
- που διαισθάνεται
Συγγενικά επεξεργασία
- διαισθαντικότητα
- → δείτε τις λέξεις διαισθάνομαι και αισθάνομαι