διαισθαντικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαισθαντικότητα < διαισθαντικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαισθαντικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του διαισθαντικού
- Γιατί, δεν είναι λίγες οι φορές που το ένστικτό μας, και πάνω από όλα η διαισθαντικότητά μας, μπορούν να μας ωθήσουν στην κατανόηση πολλών και σημαντικών παραμέτρων του κάθε ζητήματος που μας απασχολεί στη ζωή μας. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαισθαντικότητα