Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαισθητικός η διαισθητική το διαισθητικό
      γενική του διαισθητικού της διαισθητικής του διαισθητικού
    αιτιατική τον διαισθητικό τη διαισθητική το διαισθητικό
     κλητική διαισθητικέ διαισθητική διαισθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαισθητικοί οι διαισθητικές τα διαισθητικά
      γενική των διαισθητικών των διαισθητικών των διαισθητικών
    αιτιατική τους διαισθητικούς τις διαισθητικές τα διαισθητικά
     κλητική διαισθητικοί διαισθητικές διαισθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαισθητικός < διαίσθηση

  Επίθετο επεξεργασία

διαισθητικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία