ψυχανεμίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχανεμίζομαι < ψυχ- + ανεμίζομαι
Ρήμα
επεξεργασίαψυχανεμίζομαι
- (αποθετικό ρήμα, μεταβατικό, προφορικό) προαισθάνομαι, διαισθάνομαι κάτι
- ※ Το κορίτσι ωστόσο συνεχίζει να αντιστέκεται, να μην ενδίδει στην πολιορκία του. Ίσως να είναι τα ήθη της εποχής που επιβάλλουν συστολή, έστω και για τα μάτια του κόσμου. Ίσως όμως να 'χει κι ένα κακό προαίσθημα: είναι πολύ εύθραυστη, πολύ ευαίσθητη, ψυχανεμίζεται ότι αυτός ο απρόβλεπτος άντρας μπορεί να την πληγώσει ανεπανόρθωτα.
- Λένα Διβάνη, Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις: Πατάκη, Αθήνα 2023, 13η έκδοση. ISBN 978-960-16-8603-5, (αρχική έκδοση 2019).
- ※ Το κορίτσι ωστόσο συνεχίζει να αντιστέκεται, να μην ενδίδει στην πολιορκία του. Ίσως να είναι τα ήθη της εποχής που επιβάλλουν συστολή, έστω και για τα μάτια του κόσμου. Ίσως όμως να 'χει κι ένα κακό προαίσθημα: είναι πολύ εύθραυστη, πολύ ευαίσθητη, ψυχανεμίζεται ότι αυτός ο απρόβλεπτος άντρας μπορεί να την πληγώσει ανεπανόρθωτα.
Πηγές
επεξεργασία- ψυχανεμίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ψυχανεμίζομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)