προαίσθημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προαίσθημα (μαρτυρείται από το 1835)[1] < προ- + αίσθημα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pressentiment)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈe.sθi.ma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
προαίσθημα ουδέτερο
- το αίσθημα που έχεις εκ των προτέρων και επιβεβαιώνεται στην πορεία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις προαισθάνομαι και αισθάνομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
προαίσθημα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 838, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου