ανεπανόρθωτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεπανόρθωτα < ανεπανόρθωτος
Επίρρημα
επεξεργασίαανεπανόρθωτα
- κατά τρόπο που δεν επιδέχεται διόρθωση ή επισκευή ή επανόρθωση
- ※ Το κορίτσι ωστόσο συνεχίζει να αντιστέκεται, να μην ενδίδει στην πολιορκία του. Ίσως να είναι τα ήθη της εποχής που επιβάλλουν συστολή, έστω και για τα μάτια του κόσμου. Ίσως όμως να 'χει κι ένα κακό προαίσθημα: είναι πολύ εύθραυστη, πολύ ευαίσθητη, ψυχανεμίζεται ότι αυτός ο απρόβλεπτος άντρας μπορεί να την πληγώσει ανεπανόρθωτα.
- Λένα Διβάνη, Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις: Πατάκη, Αθήνα 2023, 13η έκδοση. ISBN 978-960-16-8603-5, (αρχική έκδοση 2019).
- ※ Το κορίτσι ωστόσο συνεχίζει να αντιστέκεται, να μην ενδίδει στην πολιορκία του. Ίσως να είναι τα ήθη της εποχής που επιβάλλουν συστολή, έστω και για τα μάτια του κόσμου. Ίσως όμως να 'χει κι ένα κακό προαίσθημα: είναι πολύ εύθραυστη, πολύ ευαίσθητη, ψυχανεμίζεται ότι αυτός ο απρόβλεπτος άντρας μπορεί να την πληγώσει ανεπανόρθωτα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανεπανόρθωτα