ανεπανόρθωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεπανόρθωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνεπανόρθωτος < ἀν- στερητικό + ἐπανορθόω, -ῶ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο επεξεργασία
ανεπανόρθωτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να επανορθωθεί (να διορθωθεί, να επισκευαστεί, να θεραπευτεί κλπ)
- ανεπανόρθωτη βλάβη, ανεπανόρθωτο κακό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεπανόρθωτος