Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπανορθόω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπανορθόω

  1. σηκώνω όρθιο κάτι που έχει πέσει
  2. (μεταφορικά) επαναφέρω κάτι σε προηγούμενη καλή κατάσταση

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία