Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iʁ.(ʁ)e.pa.ʁabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
irréparable irréparables

irréparable (fr) αρσενικό ή θηλυκό