ψυχ-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίαψυχ-
- άλλη μορφή του ψυχο- όταν ακολουθεί φωνήεν, κυρίως σε παλιές συνθέσεις
Σύνθετα
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασίαψυχ-
- άλλη μορφή του ψυχο- όταν ακολουθεί φωνήεν
Σύνθετα
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίαψυχ-
- άλλη μορφή του ψυχο- όταν ακολουθεί φωνήεν
Σύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ψυχ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις ψυχ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts