feel like
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαfeel like (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) μου έρχεται να, θέλω να έχω ή να κάνω κάτι
- ⮡ I feel like laughing/going for a swim.
- Μου έρχεται να γελάσω/να πάω για μπάνιο.
- ⮡ I felt like crying.
- Μου ήρθε να κλάψω.
- ⮡ I feel like laughing/going for a swim.
Πηγές
επεξεργασία- feel (idioms): feel like something/like doing something - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 337. ISBN 9780194325684., λήμμα: έρχομαι