Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

feel like < → δείτε τις λέξεις feel και like

  Έκφραση επεξεργασία

feel like (en)

  • (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) μου έρχεται να, θέλω να έχω ή να κάνω κάτι
    I feel like laughing/going for a swim.
    Μου έρχεται να γελάσω/να πάω για μπάνιο.
    I felt like crying.
    Μου ήρθε να κλάψω.

  Πηγές επεξεργασία