feel for
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | feel for |
γ΄ ενικό ενεστώτα | feels for |
αόριστος | felt for |
παθητική μετοχή | felt for |
ενεργητική μετοχή | feeling for |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfeel for (en)
- λυπάμαι, συμπονώ με κάποιον
- ⮡ I feel for the poor guy but there’s nothing I can do.
- Τον λυπάμαι τον καημένο αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
- ⮡ I feel for her but what can I do?
- Την συμπονώ μα τι να κάνω;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sympathise
- ⮡ I feel for the poor guy but there’s nothing I can do.