ενεστώτας sympathise
γ΄ ενικό ενεστώτα sympathises
αόριστος sympathised
παθητική μετοχή sympathised
ενεργητική μετοχή sympathising

sympathise (en) (βρετανική γραφή)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συμπονώ, συμμερίζομαι, λυπάμαι, συμπάσχω με κάποιον
    ⮡  I sympathise with you on your loss.
    Συμπονώ μαζί σου για την απώλειά σου.
    ⮡  We sympathise with your anxiety.
    Συμμεριζόμαστε την αγωνία σου.
    ⮡  I sympathise with the poor guy but there’s nothing I can do.
    Τον λυπάμαι τον καημένο αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
    ⮡  I sympathise with you but I can’t help you with anything.
    Συμπάσχω μαζί σου αλλά δεν μπορώ να σε βοηθήσω σε τίποτα.
     συνώνυμα:  feel for
  2. (αμετάβατο) συμμερίζομαι, συμφωνώ και υποστηρίζω
    ⮡  I sympathise with her point of view/ideas.
    Συμφωνώ με/Συμμερίζομαι την άποψη/τις ιδέες της.

Άλλες γραφές

επεξεργασία