sympathise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | sympathise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sympathises |
αόριστος | sympathised |
παθητική μετοχή | sympathised |
ενεργητική μετοχή | sympathising |
Ρήμα
επεξεργασίαsympathise (en) (βρετανική γραφή)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συμπονώ, συμμερίζομαι, λυπάμαι, συμπάσχω με κάποιον
- ⮡ I sympathise with you on your loss.
- Συμπονώ μαζί σου για την απώλειά σου.
- ⮡ We sympathise with your anxiety.
- Συμμεριζόμαστε την αγωνία σου.
- ⮡ I sympathise with the poor guy but there’s nothing I can do.
- Τον λυπάμαι τον καημένο αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
- ⮡ I sympathise with you but I can’t help you with anything.
- Συμπάσχω μαζί σου αλλά δεν μπορώ να σε βοηθήσω σε τίποτα.
- ≈ συνώνυμα: feel for
- ⮡ I sympathise with you on your loss.
- (αμετάβατο) συμμερίζομαι, συμφωνώ και υποστηρίζω
- ⮡ I sympathise with her point of view/ideas.
- Συμφωνώ με/Συμμερίζομαι την άποψη/τις ιδέες της.
- ⮡ I sympathise with her point of view/ideas.