sympathize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | sympathize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sympathizes |
αόριστος | sympathized |
παθητική μετοχή | sympathized |
ενεργητική μετοχή | sympathizing |
Ρήμα
επεξεργασίαsympathize (en)
ενεστώτας | sympathize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sympathizes |
αόριστος | sympathized |
παθητική μετοχή | sympathized |
ενεργητική μετοχή | sympathizing |
sympathize (en)