Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπονώ < αρχαία ελληνική συμπονέω / συμπονῶ < σύν + πονέω / πονῶ < πόνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sim.boˈno/

  Ρήμα επεξεργασία

συμπονώ (παθητική φωνή: συμπονιέμαι / συμπονούμαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία