Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπονέω < (συν-) συμ- + πονέω

συμπονέω

  1. κοπιάζω μαζί με κάποιον άλλο
  2. υποφέρω μαζί με κάποιον άλλο
  3. συμμετέχω από κοινού (σε συμφορές)

Άλλες μορφές

επεξεργασία