Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπονεμάρα οι συμπονεμάρες
      γενική της συμπονεμάρας
    αιτιατική τη συμπονεμάρα τις συμπονεμάρες
     κλητική συμπονεμάρα συμπονεμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπονεμάρα < συμπόνεμ(α) + -άρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπονεμάρα[1] θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. συμπονεμάρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)