συμπόνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμπόνια | οι | συμπόνιες |
γενική | της | συμπόνιας | — | |
αιτιατική | τη | συμπόνια | τις | συμπόνιες |
κλητική | συμπόνια | συμπόνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμπόνια < συμπονώ + -ια (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπόνια θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συμπονώ, η συναίσθηση του πόνου που νιώθει κάποιος άλλος ή των δεινών που πλήττουν κάποιον άλλο σε συνδυασμό με την επιθυμία να τον ανακουφίσεις από αυτά
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμπόνια