σύμπνοια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σύμπνοια < (ελληνιστική κοινή) σύμπνοια < σύν + αρχαία ελληνική πνέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
σύμπνοια θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σύμπνοια
Δείτε επίσης : συμπόνια |
σύμπνοια θηλυκό