Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
entente ententes

entente (fr) θηλυκό

  1. η συνεννόηση
  2. η συμμαχία
  3. η σύμπνοια