entente
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- entente < entendre < λατινική intendo < tendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten-
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
entente | ententes |
entente (fr) θηλυκό
- η συνεννόηση
- η συμμαχία
- η σύμπνοια