Ετυμολογία

επεξεργασία
entente < entendre < λατινική intendo < tendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.tɑ̃t/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
entente ententes

entente (fr) θηλυκό

  1. η συνεννόηση
  2. η συμμαχία
  3. η σύμπνοια