tendo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tendo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tendo | tendoj |
αιτιατική | tendon | tendojn |
tendo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tendo | tendoj |
αιτιατική | tendon | tendojn |
tendo (eo)