↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεννόηση οι συνεννοήσεις
      γενική της συνεννόησης* των συνεννοήσεων
    αιτιατική τη συνεννόηση τις συνεννοήσεις
     κλητική συνεννόηση συνεννοήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνεννοήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεννόηση < συνεννοούμαι + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνεννόηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία