αλληλοκατανόηση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλληλοκατανόηση | οι | αλληλοκατανοήσεις |
γενική | της | αλληλοκατανόησης* | των | αλληλοκατανοήσεων |
αιτιατική | την | αλληλοκατανόηση | τις | αλληλοκατανοήσεις |
κλητική | αλληλοκατανόηση | αλληλοκατανοήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλοκατανοήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αλληλοκατανόηση θηλυκό
- η κατανόηση που διέπεται από αμοιβαιότητα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αλληλοκατανόηση
|