κατανόηση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατανόηση | οι | κατανοήσεις |
γενική | της | κατανόησης* | των | κατανοήσεων |
αιτιατική | την | κατανόηση | τις | κατανοήσεις |
κλητική | κατανόηση | κατανοήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατανοήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κατανόηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατανόη(σις) (αρχαία σημασία: «παρατήρηση») + -ση < αρχαία ελληνική κατανοῶ/κατανοέω. Συγχρονικά αναλύεται σε κατα- + νο(ώ), νοη- + -ση (νόηση)
- σημασία «συμπάσχω» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική compréhension, entendement και από την αγγλική understanding [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.taˈno.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐νό‐η‐ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κατανόηση θηλυκό
- το να καταλαβαίνει κανείς μια κατάσταση
- ↪ Για να καταπολεμήσουμε τη κλιματική αλλαγή, είναι απαραίτητη η κατανόηση των αιτιών της.
- το να συμπάσχει κανείς με άλλο άτομο, η συμπάθεια
- ↪ Έδειξε κατανόηση για τα προβλήματα της.
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις κατά, νόηση και νοώ
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- κατανόηση στα Βικιφθέγματα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κατανόηση
Επεξεργασία
- ↑ κατανόηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.