Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατανόησῐς αἱ κατανοήσεις
      γενική τῆς κατανοήσεως τῶν κατανοήσεων
      δοτική τῇ κατανοήσει ταῖς κατανοήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατανόησῐν τὰς κατανοήσεις
     κλητική ! κατανόησῐ κατανοήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατανοήσει
γεν-δοτ τοῖν  κατανοησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατανόησις < κατανοέω / κατανοῶ, κατανοη- + -σις < κατά + αρχαία ελληνική νοέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατανόησις, -εως θηλυκό

  1. παρατήρηση
  2. (ελληνιστική σημασία) κατανόηση, τρόποι παρατήρησης

  Πηγές επεξεργασία