κατανοήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κατανοήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κατανοώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατανοώ
- θα κατανοήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατανοώ