understanding
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | understanding |
συγκριτικός | more understanding |
υπερθετικός | most understanding |
understanding (en)
- συμπονετικός, που δείχνει κατανόηση για τα προβλήματα των άλλων και είναι πρόθυμος να τον συγχωρήσει όταν κάνει κάτι λάθος
- ⮡ Parents need to be understanding so as to not fight with their children.
- Οι γονείς πρέπει να έχουν κατανόηση, για να μη συγκρούονται με τα παιδιά τους.
- ⮡ Be understanding, please.
- Δείξε κατανόηση, παρακαλώ.
- ⮡ Parents need to be understanding so as to not fight with their children.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
understanding | understandings |
understanding (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η κατανόηση, η αντίληψη, η γνώση που έχει κάποιος για ένα συγκεκριμένο θέμα ή κατάσταση
- ⮡ Students will gain a broad understanding of the workings of Parliament.
- Οι φοιτητές θα αποκτήσουν μια ευρεία κατανόηση της λειτουργίας του Κοινοβουλίου.
- ⮡ She has a clear/deep understanding of the problem.
- Έχει σαφή/βαθιά κατανόηση του προβλήματος.
- ⮡ Unions said her comments showed a complete lack of understanding of what the civil service does.
- Τα συνδικάτα είπαν ότι τα σχόλιά της έδειξαν πλήρη έλλειψη κατανόησης για το τι κάνει η δημόσια υπηρεσία.
- ⮡ Students encounter difficulties in understanding the deeper meaning of the poem.
- Οι μαθητές συναντούν δυσκολίες στην κατανόηση του βαθύτερου νοήματος του ποιήματος.
- ⮡ The committee has little to no understanding of the problem.
- Η επιτροπή έχει ελάχιστη ή καμία κατανόηση του προβλήματος.
- ⮡ I want to improve my understanding of the situation.
- Θέλω να βελτιώσω την κατανόησή μου για την κατάσταση.
- ⮡ Most of the students have a sound understanding of English grammar.
- Οι περισσότεροι φοιτητές έχουν καλή κατανόηση της αγγλικής γραμματικής.
- ⮡ He went on site to gain a direct understanding of the situation.
- Πήγε επί τόπου για να αποκτήσει άμεση αντίληψη της κατάστασης.
- ⮡ This goes beyond the reaches of human understanding.
- Αυτό ξεπερνάει τα όρια των ανθρώπινων αντιλήψεων.
- ≈ συνώνυμα: grasp και grip
- ⮡ Students will gain a broad understanding of the workings of Parliament.
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η κατανόηση, το να συμπάσχει κανείς με άλλο άτομο, η ικανότητα να κατανοήσουμε γιατί οι άνθρωποι συμπεριφέρονται με συγκεκριμένο τρόπο και να τους συγχωρούμε όταν κάνουν κάτι λάθος
- ⮡ Understanding between peoples is a prerequisite for peace.
- Η κατανόηση μεταξύ των λαών είναι προϋπόθεση της ειρήνης.
- ⮡ Please show some understanding and don’t take him the wrong way.
- Δείξε σε παρακαλώ κατανόηση και μην τον παρεξηγείς.
- ⮡ She listened to me with a lot of/with great understanding.
- Με άκουσε με πολλή/με μεγάλη κατανόηση.
- ⮡ Our company asks for the public’s understanding regarding the anomaly that arose.
- Η εταιρεία μας ζητά την κατανόηση του κοινού για την ανωμαλία που παρουσιάστηκε.
- ⮡ Understanding between peoples is a prerequisite for peace.
- (συνήθως ενικός) η συνεννόηση, ανεπίσημη συμφωνία
- ⮡ We have an understanding between us.
- Έχουμε συνεννόηση μεταξύ μας.
- ⮡ We finally came to an understanding about what hours we would work.
- Τελικά καταλήξαμε σε συνεννόηση για τις ώρες που θα δουλεύαμε.
- ⮡ We have this understanding that nobody talks about work over lunch.
- Έχουμε αυτή τη συνεννόηση ότι κανείς δεν μιλάει για δουλειά κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού.
- ⮡ I think I've reached an understanding with my mother.
- Νομίζω ότι έχω καταλήξει σε συνεννόηση με τη μητέρα μου.
- ⮡ We have an understanding between us.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αντίληψη, ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο κάποιος καταλαβαίνει κάτι
- ⮡ This is my understanding of the situation.
- Αυτή είναι η αντίληψή μου για την κατάσταση.
- ⮡ It was our understanding that you had already been informed.
- Η αντίληψή μας ήταν ότι είχατε ήδη ενημερωθεί.
- ⮡ My understanding is that we're meeting him at the theatre.
- Η αντίληψή μου είναι ότι τον συναντάμε στο θέατρο.
- ≈ συνώνυμα: interpretation
- ⮡ This is my understanding of the situation.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαunderstanding (en)