ασυνεννοησία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- ασυνεννοησία < ασυνεννόητος < α- στερητ. + συνεννοούμαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασυνεννοησία θηλυκό
- έλλειψη συνεννόησης
- μία ασυνεννοησία ανάμεσα στο στρατηγό και τον βασιλιά οδήγησε σε μεγάλη ήττα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασυνεννοησία