ασυνεννόητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασυνεννόητος < α- + συνεννοούμαι
Επίθετο
επεξεργασίαασυνεννόητος
- αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να συνεννοηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασυνεννόητος
|
ασυνεννόητος
|