Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεννοήσιμος η συνεννοήσιμη το συνεννοήσιμο
      γενική του συνεννοήσιμου της συνεννοήσιμης του συνεννοήσιμου
    αιτιατική τον συνεννοήσιμο τη συνεννοήσιμη το συνεννοήσιμο
     κλητική συνεννοήσιμε συνεννοήσιμη συνεννοήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεννοήσιμοι οι συνεννοήσιμες τα συνεννοήσιμα
      γενική των συνεννοήσιμων των συνεννοήσιμων των συνεννοήσιμων
    αιτιατική τους συνεννοήσιμους τις συνεννοήσιμες τα συνεννοήσιμα
     κλητική συνεννοήσιμοι συνεννοήσιμες συνεννοήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεννοήσιμος < συνεννοούμαι + -ιμος

  Επίθετο επεξεργασία

συνεννοήσιμος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία