συνεννοήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεννοήσιμος < συνεννοούμαι + -ιμος
Επίθετο
επεξεργασίασυνεννοήσιμος
- αυτός με τον οποίο μπορεί κανείς να συνεννοηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνεννοήσιμος
|