Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπαραστέκομαι < συμπαρίσταμαι προσαρμοσμένο στη δημοτική (όπως παρίσταμαι > παραστέκομαι)

συμπαραστέκομαι (αόριστος συμπαραστάθηκα - αμετάβατο, αποθετικό)

→ δείτε τη λέξη στέκομαι (χωρίς μετοχή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία