Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπαρίσταμαι < αρχαία ελληνική συμπαρίσταμαι

συμπαρίσταμαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπαρίσταμαι < παθητική φωνή του ρήματος συμπαρίστημι

συμπαρίσταμαι (ελληνιστική κοινή)

  • (με δοτική) στέκομαι κοντά σε κάποιον και τον βοηθώ
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά, Περὶ εὐθυμίας, 474α
    Οὐ γάρ, ὡς ὁ Μένανδρός φησιν,
    « Ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται
    εὐθὺς γενομένῳ, μυσταγωγὸς τοῦ βίου
    ἀγαθός, »

Άλλες μορφές

επεξεργασία